- αδελφοβάρεμα
- και αδερφοβάρεμαχτύπημα, πληγή που προξενήθηκε από αδελφό σε αδελφό και που σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες δύσκολα γιατρεύεται.[ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + βάρεμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδελφο- — (Α ἀδελφο ) (Ν και αδερφο ) α΄ συνθετικό πολλών σύνθετων λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής, τής μεσαιωνικής Ελληνικής και τής κοινής Νεοελληνικής επίσης πολλών διαλεκτικών τύπων τής Νέας, όπως: αδελφοβάρεμα, αδελφοκτύπημα, αδελφομαχαιριά,… … Dictionary of Greek
αδελφοκτύπημα — και αδερφοκτύπημα, το το αδελφοβάρεμα* … Dictionary of Greek
αδελφομαχαιριά — και αδερφο , η πληγή που προξενήθηκε με μαχαίρι από αδελφό, αδελφοβάρεμα* … Dictionary of Greek
αδελφοστιλετιά — και αδερφοστιλετιά, η πηγή που προξενήθηκε από αδελφό σε αδελφό με στιλέτο, αδελφοβάρεμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + στιλετιά < στιλέτο] … Dictionary of Greek
αδελφοχαντζαριά — και αδερφοχατζαριά, η χτύπημα, πληγή που προξενήθηκε με χαντζάρα από αδελφό σε αδελφό, αδελφοβάρεμα* … Dictionary of Greek
αδελφοχτύπημα — το βλ. αδελφοβάρεμα … Dictionary of Greek